- ξιφοθήκη
- η (Α ξιφοθήκη)η θήκη τού ξίφους, κολεός, θηκάρι ή φηκάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξιφοθήκη — scabbard fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοθηκῶν — ξιφοθήκη scabbard fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοθήκαις — ξιφοθήκη scabbard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοθήκην — ξιφοθήκη scabbard fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφοθήκης — ξιφοθήκη scabbard fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαγένι — και βαγόνι, το (Μ βαγένιον και βαγένιν και βαγοίνιον) ξύλινο βαρέλι για κρασί νεοελλ. κυλινδρικός θόλος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαγένι < μσν. βαγένιον βαγοίνιον < (σλαβ.) vagan με πιθανή επίδραση του λαγένι «στάμνα» ή, τέλος, κατ άλλη… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… … Dictionary of Greek